Με την υπ’ αριθμόν 1532/12-7-2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών – Ανακοπές κατά της εκτέλεσης), ακυρώθηκε έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, δυνάμει της οποίας επισπευδόταν πλειστηριασμός κύριας κατοικίας, η επιταγή προς εκτέλεση, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, καθώς και η διαταγή πληρωμής.
Πρόκειται για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση, διότι αντιμετωπίζει δικαστικώς το -εν μέρει συνηθισμένο- φαινόμενο οι καταγγελίες των δανείων λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών, να επιδίδονται σε “απλό” αντίγραφο, το οποίο φέρει τις υπογραφές των αρμόδιων υπαλλήλων της τράπεζας σε “φωτοτυπία” ή σε εκτύπωση “από ηλεκτρονικό αρχείο” και όχι πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές τους.
Ειδικότερα, κρίθηκε πως κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωση από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (άρθρο 443 ΚΠολΔ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 902/2006, ΕφΔωδ 32/2011, ΕφΘεσ 1027/2010, ΜΠΛαμ 102/2015, ΜΠρΡοδ 41/2011, ΜΠρΑθ 1258/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος), ήτοι από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή (36 παρ. 2 στοιχ. β Ν. 4194/2013, 14 Ν. 1599/1986). Η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου. Επικυρωμένη, δε, φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου και επί πλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Αν το φωτοτυπούμενο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτοτύπου εγγράφου κρίνεται από το δικαστήριο και όχι από το βεβαιώνοντα τη γνησιότητα της φωτοτυπίας (ΑΠ 1094/2006 ό.π., ΕφΛαρ 22/2018 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΛαρ 351/2010 ΤΝΠ Ισοκράτης).
Από την επισκόπηση, λοιπόν, των εγγράφων του φακέλου το Δικαστήριο έκρινε πως δεν προέκυψε πως η εξώδικη καταγγελία της τράπεζας επιδόθηκε ως πρωτότυπο έγγραφο με τις πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων της, αλλά επιδόθηκε από φωτοαντίγραφο, το οποίο για να έχει αποδεικτική δύναμη θα έπρεπε να φέρει επικύρωση από δικηγόρο (ή άλλη αρμόδια αρχή) ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, το οποίο έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο είχε στην κατοχή του, γεγονός το οποίο δε βεβαιώνει ούτε ο δικαστικός επιμελητής. Το εν λόγω φωτοαντίγραφο έφερε μεν τη σφραγίδα του πληρεξουσίου δικηγόρου της τράπεζας που κατέθεσε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά δεν είχε λάβει χώρα επικύρωση της ακρίβειας αυτού ως φωτοαντιγράφου εκ του πρωτοτύπου από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.
Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε πως το αντίγραφο της εξώδικης καταγγελίας, που προσκόμισε η τράπεζα προς απόδειξη της απαίτησής της, δεν έχει συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους και εξομοιώνεται με ανύπαρκτο και ως εκ τούτου δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόξων και δεν κατέστη το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.
Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Ακολούθως, ακύρωσε και την επιταγή προς πληρωμή, καθώς έκρινε πως δεν προκύπτει η ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας ειδικού σκοπού και κατ’ επέκταση της εταιρείας διαχείρισης, δεδομένου πως η τελευταία παρέλειψε να συγκοινοποιήσει με την επιταγή, κατά παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, το απόσπασμα του παραρτήματος μίας εκ των συμβάσεων πώλησης, ως όφειλε. Τέλος, ακύρωσε και την κατασχετήρια έκθεση, καθώς κρίθηκε πως αυτή ερείδεται σε επιταγή προς εκτέλεση, η οποία έχει ήδη ακυρωθεί από το ως άνω Δικαστήριο.
Leave a Reply