Με την πρόσφατη απόφαση του (ΜΠρΑθηνών 7080/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών διατήρησε την πάγια νομολογία περί της νομιμότητας του ισόποσου της αμοιβής του Δικηγόρου για την σύνταξης επιταγής, με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη.
Το κρίσιμο απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:
“Ο μοναδικός λόγος ανακοπής εδράζεται στην ακυρότητα των πράξεων εκτέλεσης, καθώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013, βάσει της οποίας προσδιορίσθηκε το αναφερόμενο κονδύλιο αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή είναι αντισυνταγματική, δεδομένου ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας [άρθρο 25 παρ. 1 Συντ/τος] καθώς και την αρχή της ισότητας [άρθρο 4 παρ. 1 του Συντ/τος]. Επί του λόγου αυτού ανακοπής λεκτέα τα εξής : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 § 1 του ν. 4194/2013 [Κώδικας Περί Δικηγόρων], η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά τις 27-9-2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δικηγορικού Κώδικα, «για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του Δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το Δικαστήριο». Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο Δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές [αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.]. Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο Δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πόσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού Δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας [ΑΠ 211/2017 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 72 ΚΔικ εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση. Ουδόλως δε πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του Δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης, ενώ η αμοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Είναι προφανές, επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΔικ υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ’ ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση [βλ. σχετικά ΕΦ ΠΕΙΡ (ΜΟΝ) 362/2021, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 22/2020, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 187/2018, ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ 10453/2020, ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ 71/2020, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 72 του Κώδικα Δικηγόρων, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ/τος, καθώς λανθασμένα υπολαμβάνει ο αιτών ότι το ύψος της επίμαχης αμοιβής του εκάστοτε Δικηγόρου συναρτάται από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά δυνάμει της ανωτέρω διάταξης, τίθεται για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το Δικαστήριο, κατ’ αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον εκάστοτε συντάσσοντα αυτή Δικηγόρο, και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας [βλ. και προσκομιζόμενη Γνωμοδότηση του Στυλ. Σταματόπουλου, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ, με θέμα Ερμηνευτικά ζητήματα για τα όρια της εξουσίας του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης προς αναπροσαρμογή της δικηγορικής αμοιβής ως προς τη σύνταξη επιταγής πρός πληρωμή, δημοσιευθείσα ΕλλΔνη 2018.389]. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, στο μέτρο που με αυτήν το Κράτος παρεμβαίνει στην ιδιωτική οικονομία για να ορίσει τις ελάχιστες (νόμιμες) δικηγορικές αμοιβές, δεν κρίνεται αντίθετη και στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή ισχύουν έναντι πάντων και όπως προαναφέρθηκε παρέχεται η ευχέρεια στον οφειλέτη να εξοφλήσει εκουσίως το οφειλόμενο ποσόν και να απαλλαγεί κάθε επιβάρυνσης. Εκ του λόγου αυτού, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η ως άνω διάταξη αποσκοπεί στην εξασφάλιση της αμοιβής των Δικηγόρων και την προστασία του δικηγορικού λειτουργήματος, η εφαρμογή της δεν περιορίζει το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, αλλά καθορίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις αυτών, των οποίων ήδη οι απαιτήσεις κρίθηκαν από τα Δικαστήρια ως αβάσιμες και αυτών που επιτάσσονται σε συμμόρφωση με ήδη εκδοθέντες εκτελεστούς τίτλους, ούτε δημιουργεί αδικαιολογήτως δικαιώματα υπέρ ορισμένης μόνο ομάδας πολιτών, ήτοι των Δικηγόρων, σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες, αφού η σύγκριση αυτή δεν γίνεται μεταξύ όμοιων κατηγοριών, καθόσον οι Δικηγόροι, στην -προκείμενη περίπτωση, αμείβονται για υπηρεσία που έχουν προσφέρει υπέρ των πολιτών-εντολέων τους, οι επιβαρυνόμενοι, δε, με την καταβολή της αμοιβής, πολίτες, αφενός μεν δεν έχουν προσφέρει αντίστοιχη υπηρεσία, αφετέρου, δε, υποχρεούνται στην καταβολή αυτή, ως ηττηθέντες διάδικοι, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή ή ως υπερήμεροι οφειλέτες παροχής, όταν πρόκειται για άλλο εκτελεστό τίτλο. Με βάση τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το παρόν Δικαστήριο δεν πιθανολογεί ότι θα ευδοκιμήσει ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος ανακοπής και ότι θα γίνει αυτή δεκτή. Συνακολούθως των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, γενομένης δεκτής και της προφορικώς ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του καθ’ ου η αίτηση. Η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων δεν πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του αιτούντος, κατά το αίτημα του καθ’ ου και του προσθέτως παρεμβαίνοντος ΝΠΔΔ, αλλά να συμψηφιστεί στο σύνολο της, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν [άρθρο 179 ΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 84§2 εδ. γ’ Ν 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14§3 Ν 4236/2014, βλ. σχετικά και ΕΦ ΠΕΙΡ 595/2022, ΕΦ ΛΑΡ 250/2022 αμφότερες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].”
Leave a Reply