Περίληψη: Με την ΜΠρΑθ 9191/2023, το δικάσαν Δικαστήριο δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο, ερμήνευσε και εφάρμοσε τον Ν. 3741/2006. Αγωγή καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εις βάρος καταναλωτή, προκληθείσα από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις. Αθέμιτη διαφημιστική προώθηση παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως από εταιρεία. Απαιτείται συγκατάθεση των καταναλωτών για οποιαδήποτε μη ζητηθείσα επικοινωνία για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και διαφημιστικούς σκοπούς, ενώ απαγορεύεται εάν έχει δηλωθεί στον αρμόδιο φορέα ότι δεν επιθυμούν να είναι αποδέκτες των άνω ενεργειών από τρίτους. Ενδεδειγμένες ενέργειες εταιρειών πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών στην τελευταία περίπτωση. Αντιστροφή βάρους απόδειξης.
Ακολουθεί μέρος του σκεπτικού και διατακτικού της απόφασης:
«Το ζήτημα των τηλεφωνικών κλήσεων για σκοπούς απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς ρυθμίζεται στο άρθρο 11 Ν. 3471/2006, όπου ορίζονται τα σχετικά με τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του εν λόγω άρθρου: «1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης, ιδίως με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπεται μόνο αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς. 2. Δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με ανθρώπινη παρέμβαση (κλήσεων) για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον φορέα παροχής της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες κλήσεις. Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου, […] 5. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, που καθορίζονται με κοινή πράξη της Α.Π.Δ.Π.Χ. και της Α.Δ.Α.Ε., για την αποτροπή της μη ζητηθείσας επικοινωνίας. Από τον φορέα παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παραβίασε από αμέλεια την υποχρέωση αυτή, καθώς και την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 2, οι αποδέκτες μη ζητηθείσας επικοινωνίας, έχουν το δικαίωμα να αξιώσουν αποζημίωση για κάθε περιουσιακή ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφαρμόζεται αναλογικώς η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου. Ο φορέας παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν υποχρεούται σε αποζημίωση και στη λήψη μέτρων ώστε να μην επαναληφθεί η παραβίαση στο μέλλον εφόσον αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει αμέλεια». Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 Ν. 3471/2006 «1. Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο που, κατά παράβαση του Νόμου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος Νόμου ορίζεται, κατ’ ελάχιστο, στο ποσό δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη». Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι με τον Ν. 3471/2006 οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους προορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή- μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το Φυσικό Πρόσωπο, για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ρύθμιση του Ν. 3471/20006 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρο 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 Συντάγματος, 57 ΑΚ), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται -καταρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (ΕφΑΘ 3833/2003 ΕλλΔνη 45.1022, μελέτη Μ. Σταθόπουλου, ΝοΒ 48, σελ.1 επ.). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του Ν. 3471/2006 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 1257/2005 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, «μόνη η παράβαση» διάταξης του Νόμου «ενεργοποιεί» και τις συνέπειες για τους παραβάτες, εξ ου η ευθύνη είναι «νόθος αντικειμενική και τεκμαιρόμενη». Ως συνέπεια, το δικόγραφο της αγωγής του θιγόμενου από την «παράβαση», που επιδιώκει αποζημίωση για «ηθική βλάβη», που ορίζεται ανεξάρτητα από την περιουσιακή, αρκεί να αναφέρει την παράβαση, που οδηγεί, ως αποτέλεσμα, στην «ηθική του βλάβη», ως απλή «τυπική διαδικασία απόδειξης της παράβασης», ώστε να μην υπάρχει ανάγκη αναφοράς των επί μέρους στοιχείων της ηθικής βλάβης (σε αντίθεση με τα άρθρα του ΑΚ, αλλά και της περιουσιακής βλάβης, που απαιτεί πλήρη αιτιολόγηση), που υπέστη στην προσωπικότητά του, που εμφαίνεται και είναι δεδομένη. Όπως αναφέρθηκε, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 Ν. 3471/2006 προβλέπει ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ. Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από προσβολές της προσωπικότητάς τους, και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω παραδοχών, προκύπτει ότι η ως άνω διάταξη Ν. 3471/2006, ως προς το ελάχιστο χρηματικό όριο, είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους: Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων. Στο πλαίσιο της εξουσίας του αυτής, ο Νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης όσο και το ελάχιστο ποσό, στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπόληψης του αδικηθέντος. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000 ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε, τις περιπτώσεις ελαφρών από άποψη είδους και βαρύτητας προσβολών. Επομένως, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας πρέπει να ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από τον Νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης, παραβιάζεται η Συνταγματική Αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού) και σε περίπτωση παραβίασής της, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών (είδους και βαρύτητας της προσβολής, ενδεχόμενης έκτασης της δημοσιότητας, βαθμού υπαιτιότητας και κοινωνικής θέσης και οικονομικής καταστάσεως των μερών) να μην εφαρμόσει τη διάταξη για το ελάχιστο όριο και να επιδικάσει μικρότερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης (βλ. ΟλΑΠ 6/2011 ΤΝΠ Νόμος, που έκρινε αντιστοίχως αντισυνταγματικές τις διατάξεις περί των ελάχιστων ορίων χρηματικής ικανοποίησης του αδικηθέντος για δυσφημιστικές και εξυβριστικές πράξεις που τελέστηκαν από ραδιοφωνικούς σταθμούς, ΑΠ 252/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1852/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 3649/2019 ΤΝΠ Νόμος). […]
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του δεύτερου ενάγοντος και ήδη δεύτερου εκκαλούντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθμ. ………………….. ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ενώπιον ….. Συμβολαιογράφου ………………………. μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …………………………………….. εκθέσεις επίδοσης τ…. δικαστικ…. Επιμελητ…. στο Πρωτοδικείο …….., ………………), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομότυπα και εμπρόθεσμα οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (ΟλΑΠ 42/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1821/2008 ΤΝΠ Νόμος), από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων είναι κάτοχος του αριθμού ……….. γραμμής κινητής τηλεφωνίας και ο δεύτερος ενάγων είναι κάτοχος του αριθμού ……………. γραμμής σταθερής τηλεφωνίας, τον οποίο χρησιμοποιεί στην οικία του, όπου διαμένει με τον πρώτο ενάγοντα. Αμφότεροι δε οι ενάγοντες έχουν τηλεπικοινωνιακό πάροχο την εταιρία «………» και επειδή δεν επιθυμούσαν να δέχονται εισερχόμενες κλήσεις στα τηλέφωνά τους, που έχουν σκοπό την εμπορική – διαφημιστική προώθηση προϊόντων, προέβησαν μέσω του παρόχου τους στην καταχώρηση των ανωτέρω αριθμών σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών (μητρώο), ο οποίος προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 3471/2006. Η εν λόγω καταχώρηση, για τον αριθμό …………… γραμμής σταθερής τηλεφωνίας, ολοκληρώθηκε στις ……….. (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………………….. έγγραφο της εταιρίας …….), ενώ για τον αριθμό ……………. γραμμής κινητής τηλεφωνίας, ολοκληρώθηκε στις ………………. (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………….. έγγραφο της εταιρίας ……………..). Αναφορικά με τον αριθμό ………….. γραμμής σταθερής τηλεφωνίας του δεύτερου ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι σε χρονικό διάστημα προ της καταχώρησης στο μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006 και δη στις …………….., αυτός δέχτηκε κλήση, από προστηθέντα της εναγομένης εταιρίας, με αντικείμενο την προώθηση και διαφήμιση προϊόντων της τελευταίας, οπότε και δήλωσε (δεύτερος ενάγων) ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει κλήσεις για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς. Ωστόσο, παρά την καταχώρηση του ως άνω αριθμού σταθερής τηλεφωνίας στο μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, στις …………… κατά τα προαναφερθέντα, στις ……………, στις ………….. και στις ……………. εκπρόσωποι της εναγομένης συνέχισαν να καλούν τον δεύτερο ενάγοντα στον ως άνω τηλεφωνικό αριθμό για την προώθηση και διαφήμιση υπηρεσιών της εναγομένης, ενώ κατά τη διάρκειά των εν λόγω κλήσεων ο δεύτερος εναγόμενος προέβαινε σε σχετική επισήμανση προς αυτούς ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τέτοιου είδους κλήσεις και ότι η τηλεφωνική του σύνδεση ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006. Ακολούθως, αναφορικά με τον αριθμό …………… γραμμής κινητής τηλεφωνίας αποδείχθηκε ότι παρά την καταχώρηση του ως άνω αριθμού στο μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, στις ……………. κατά τα προαναφερθέντα, στις …………….. (δύο φορές) και στις ………… εκπρόσωποι της εναγομένης κάλεσαν τον πρώτο ενάγοντα στον ως άνω τηλεφωνικό αριθμό για την προώθηση και διαφήμιση υπηρεσιών της εναγομένης, ενώ κατά τη διάρκειά των εν λόγω κλήσεων αυτός προέβαινε σε σχετική επισήμανση προς αυτούς ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τέτοιου είδους κλήσεις και ότι η τηλεφωνική του σύνδεση ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006. Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα κλήσεις από προστηθέντες αυτής προς τους ενάγοντες, καθόσον από την προσκομιζόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία που αντάλλαξαν οι διάδικοι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα προκύπτει ότι πράγματι οχλήθηκαν οι ενάγοντες από κλήσεις των εκπροσώπων της εναγόμενης για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς παρά την επανειλημμένη αντίθεση των εναγόντων προς τούτο. Συνεπώς, με την πραγματοποίηση των παραπάνω κλήσεων προς τους ενάγοντες η εναγόμενη παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, η ως άνω δε παράνομη και υπαίτια πράξη της (η υπαιτιότητα των προστηθέντων της εναγομένης, που μάλιστα τεκμαίρεται και καταλογίζεται σε αυτή -άρθρο 922 ΑΚ-, συνίσταται στην αμελή συμπεριφορά τους να μην προβούν σε έλεγχο των καταχωρήσεων στο ειδικό μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, ώστε να διαπιστώσουν την εγγραφή της τηλεφωνικής σύνδεσης των εναγόντων σε αυτή) προκάλεσε στους ενάγοντες ηθική βλάβη, όπως βάσιμα αυτοί ισχυρίζονται, λόγω της αναστάτωσης που τους προκάλεσαν οι μη ζητηθείσες τηλεφωνικές κλήσεις της εναγομένης για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς, παρά το ότι αυτοί είχαν προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια, ώστε να μη δέχονται τέτοιες κλήσεις, και η συμπεριφορά της εναγομένης να αγνοήσει (έστω και από αμέλεια) την ως άνω ρητά εκφρασμένη βούλησή τους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους εμπορικούς της σκοπούς. Η ηθική βλάβη, που προκλήθηκε στους ενάγοντες, δεν είναι ανύπαρκτη ή ασήμαντη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, καθώς με τις ως άνω κλήσεις της προσβλήθηκε και η προσωπικότητά τους, καθώς εθίγη το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητάς τους με τη χρησιμοποίηση των τηλεφωνικών τους συνδέσεων για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς παρά τη ρητή εναντίωσή τους, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα στην άνω νομική σκέψη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών (είδους και βαρύτητας της προσβολής, βαθμού υπαιτιότητας, κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων), με τη διάταξη του άρθρου 14 Ν. 3471/2006, με την οποία τίθεται ως ελάχιστο όριο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ, παραβιάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού) και κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει, εν προκειμένω, την εν λόγω διάταξη. Συνεπώς, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που κατά τα ανωτέρω υπέστησαν οι ενάγοντες, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι τα ελάχιστα όρια που τίθενται με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 Ν. 3471/2006 δεν το δεσμεύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφετέρου, όμως, ότι οι παραπάνω νομικές διατάξεις έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα, επιπλέον δε λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη προσβολή, το είδος αυτής, το μέγεθος της βλάβης των εναγόντων, καθώς και της ταλαιπωρίας που υπέστησαν, αλλά και του ψυχικού πόνου που δοκίμασαν, τον βαθμό υπαιτιότητας της εναγομένης και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, θα πρέπει να επιδικάσει σε έκαστο των εναγόντων ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο μετά την στάθμιση των πιο πάνω στοιχείων κρίνεται εύλογο. Το ανωτέρω ποσό πρέπει να επιδικαστεί με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, απορριπτομένου του αιτήματος έναρξης της τοκοφορίας από προγενέστερο χρονικό διάστημα, καθόσον αφενός μεν η προθεσμία που τάχθηκε με το από …………… ηλεκτρονικό μήνυμα των εναγόντων προς την εναγομένη αφορούσε μόνο την μη ζητηθείσα τηλεφωνική κλήση που έλαβε χώρα στις …………… και όχι το σύνολο της προσβολής, ενώ στο από ……………….. εξώδικο που επέδωσαν οι ενάγοντες προς την εναγομένη δεν αναφέρονται αναλυτικά οι μη ζητηθείσες κλήσεις για τις οποίες τάχθηκε προθεσμία προς αποζημίωση. Τέλος, απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες αιτούμενοι με την υπό κρίση αγωγή τους, έκαστος εξ αυτών, το ποσό των 20.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμά τους (281 ΑΚ). Τούτο δε, διότι η φερόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά αναφέρεται στην άσκηση από τους ενάγοντες ενός αμιγώς δικονομικού δικαιώματος (άσκηση αγωγής), το οποίο, ως τέτοιο, δεν δύναται να προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 281 ΑΚ που αφορά στην άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από διατάξεις ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Εξάλλου, η άσκηση ενός δικαιώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, από το γεγονός και μόνο ότι επιφέρει επιβλαβή αποτελέσματα για τον υπόχρεο και εν προκειμένω στην εναγομένη.»
καταδικάζοντας την εναγόμενη εταιρεία όπως καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω κ. Κων/νος Δ. Μπίτσιος.
Leave a Reply