Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Άρειου Πάγου 124/2023, το προσκομιζόμεν άνευ νόμιμης επίσημης μετάφρασης και σφραγίδας της Χάγης ξενόγλωσσο έγγραφο, δύναται να ληφθεί υπόψιν από το δικάζον Δικαστήριο, κρίνοντας ως εξής:
“Kατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α` ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 340 αριθ.1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στις υποθέσεις οι οποίες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα τα οποία πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία εκάστου, όσο και αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία (ΑΠ 150/2022, ΑΠ 1721/2014, ΑΠ 1423/2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΚΠολΔ, αν το έγγραφο, που προσάγεται ως αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο, έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί με επίσημη μετάφρασή του, επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών, ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο. Αν προσαχθεί στο δικαστήριο ξενόγλωσσο έγγραφο, χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση, το ξενόγλωσσο έγγραφο θεωρείται ότι δεν πληροί τους όρους του νόμου ως αποδεικτικό μέσο. Ωστόσο μετά την τροποποίηση του άρθρου 340 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την 1-1-2016 (και την κατάργηση με τον ν. 4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ περιορισμοί του εμμάρτυρου μέσου, προκύπτει ότι, αν προσαχθεί στο δικαστήριο ξενόγλωσσο έγγραφο χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα το ξενόγλωσσο έγγραφο μαζί με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει ελεύθερα κατά συνείδηση (ΑΠ 1483/2021, ΑΠ 1402/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο αναιρεσείων αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.11 περ. α` ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι αυτό έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και ειδικότερα 1) τη με αριθμό εξερχομένων … βεβαίωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βουλγαρίας και 2) το υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό-βεβαίωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βουλγαρίας, αμφότερα συντεταγμένα στη Βουλγαρική γλώσσα, για τον λόγο ότι δεν ήταν επισήμως μεταφρασμένα και δεν έφεραν αμφότερα τη Σφραγίδα της Χάγης (Apostille). Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προεκτέθηκε, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν αποκλείστηκε η εμμάρτυρη απόδειξη.”
Μπορείτε να μελετήσετε την απόφαση εδώ.
Leave a Reply