Σύμφωνα με το άρθρο 1822 ΑΚ, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου, που επιζεί, αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.
Συνεπώς, ο επιζών σύζυγος-εναγόμενος σε αγωγή διαζυγίου αποκλείεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, από το σύνολο των κληρονομικών δικαιωμάτων του (λ.χ. νόμιμη μοίρα ή ακόμη και εξαίρετο), εάν ο κληρονομούμενος-ενάγων είχε ασκήσει αγωή διαζυγίου, με την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα λύση του γάμου (ΑΠ 766/2004 ΕλλΔικ 2005.454, ΕφΑθ 618/2007 ΕλλΔικ 2007.903).
Πρακτικά, ο εν ζωή σύζυγός-εναγόμενος καλείται στην κληρονομιά του αποβιώσαντος συζύγου με βάση μόνο τη συζυγική του ιδιότητα, την οποία και υποχρεούται να αποδείξει και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, μέχρι να γίνει αμετάκλητη η απόφαση για το διαζύγιο (άρθρο 1438 ΑΚ). Όμως οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος μπορούν να ανατρέψουν την επερχόμενη με τον τρόπο αυτό κλήση του (ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου) στην κληρονομιά, προβάλλοντας -διά της εγέρσεως αναγνωριστικής αγωγής για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου κατά του επιζώντος συζύγου (ΑΠ 1796/2005 ΕλλΔικ 2006.812)- τον αποκλεισμό του από αυτήν (κληρονομιά), αν επικαλεσθούν και αποδείξουν, εκτός από την κληρονομική τους ιδιότητα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του πιο πάνω άρθρου 1822 ΑΚ, δηλαδή την έγερση αγωγής διαζυγίου από τον κληρονομούμενο σύζυγο και τη βασιμότητα του επικαλούμενου σ’ αυτήν λόγου, που δεν είναι πλέον απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του συζύγου που επιζεί (ΑΠ 766/2004 ΕλλΔικ 2005.454).
Leave a Reply